Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Πέρασαν.

https://www.youtube.com/watch?v=8051Hipbmmw

Άκου Παλιόφιλε.
Μια κραυγή σηματοδότησε μιαν αρχή. Ξέρεις τώρα. Η γέννα. Το θαύμα της ζωής.
Το θαύμα του μουνιού.

Ήταν περασμένες 10, και είχαν περάσει 10 χρόνια. Το μόνο που έβλεπα ήταν ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, καινούργια ρούχα, μερικές κούτες, την αδερφή μου να κλαίει. Η γνώριμη εικόνα του μέρους που αφήνα πίσω μου όσο το αμάξι απομακρυνόταν. Το μέρος σ'ένα αφαιρετικό επίπεδο. Ποτέ δεν είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτό θα ήταν πολυτέλεια της σταθερότητας.
Η ώρα 10 και τέταρτο. Πέρασαν 11 χρόνια τώρα. 13 χρόνια.
Η ώρα κολλημένη. 10 και τέταρτο. Και άλλες κουτές, αγχωμένες πρώτες μέρες.
Η ώρα κολλημένη στην αναχώριση.
Τα διάφορα σχολεία που βρέθηκα είχαν ένα κοινό σημείο.
Οι δάσκαλοι μας φώναζαν πως πρέπει να μιλάμε στη τάξη, να μην είμαστε εσωστρεφείς.
Όμως άμα κάναμε πολύ φασαρία, μας έβαζαν τιμωρία. Καμιά φορά μας έκαναν κάτι σαν ψυχολογικό πόλεμο. Ξέρεις τώρα. "Οι γονείς σου θα πρέπε να ντρέπονται." "Σκάσε πια αποτυχημένε." και τέτοια.
Άμα απαντούσες στις ερωτήσεις του δασκάλου σωστά, όλοι σε έλεγαν εξυπνάκια
και άμα απαντούσες λάθος γελούσαν. όμως ο δάσκαλος πάντα έλεγε να μη φοβάμαστε να μιλήσουμε.
στη συνέχεια όμως γέλαγε και εκείνος μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά.
ίσως περίμενε πως έτσι θα προσέγγισε τους εξυπνάκιδες.
οπότε και'γω, δε μιλούσα ποτέ και είχα το κεφάλι μου ήσυχο.
εντάξει, εντάξει. Δεν είχα και τους καλύτερους βαθμούς, όμως δε με ενοχλούσε.
και οι γονείς μου, δε παραπονιόντουσαν. μόνο που καμιά φορά με πλησίαζαν δειλά και μου έλεγαν
"μην είσαι έτσι κλειστή κορίτσι μου."
μα τι να έκανα και'γω, έβαζα τα κλάματα από τη στεναχώρια μου και οι γονείς μου νόμιζαν πως η υπερευαισθησία μου θα έφταιγε που δεν είχα φίλους. Θυμάμαι πως κατηγορούσαν τους εαυτούς τους. Όμως δεν έφταιγαν εκείνοι. Απλώς, να..έτσι ήμουν.
Ρε το θυμάμαι. δεν τους ήθελα τους φίλους. ούτε εκείνοι με ήθελαν. Το θυμάμαι σου λέω. Θυμάμαι πως πάντοτε ένοιωθα ότι θα πρέπε να κάνω κάποια πράγματα, χωρίς να ξέρω τον λόγο.
Η υπερευαισθησία μου με έκανε απωθητική. Έτσι έπρεπε να πιστέψω. Επειδή χρειαζόμουν τους φίλους. Ξέρεις τώρα. Και'συ, σα παιδάκι, θα είχες φίλους. Αλλιώς, δε ξέρω, κάτι θα πήγαινε λάθος με'σένα.
Τέλος πάντων. Ξέρω πως δε σε ενδιαφέρουν και τόσο αυτές οι λεπτομέριες, αλλά θέλω να με ακούσεις λιγάκι ακόμη.

Η ώρα 10 και τέταρτο. Πέρασαν ακόμη 5 χρόνια. Γνώρισα επιτέλους την Βένια.
Η Βένια είναι πολύ όμορφη κοπέλα. Οι κούτες πλέον, άχρηστες σε αποθήκες. Έβαλα ρολόγια στο δωμάτιο μου και μετρούσα τον χρόνο μου με προσοχή. Κάθε μέρα, χρησιμοποιούσα ένα προσωπικό ημερολόγιο. Μου το είχε προτείνει η κυρία Λεκάκη. Ήταν πολύ καλή μαζί μου. Την είχα γνωρίσει πριν δύο χρόνια. Όταν είχα δει την Βένια πρώτη φορά. Δε μ'άρεσε πολύ το γραφείο της. Είχε πάρα πολλά χρόνια μέσα του. Συμπιεσμένα, στημένα και βρώμικα. Μου μιλούσε συνεχώς με όρους.. "μείζων κατάθλιψη", "αγχώδη διαταραχή" "νεύρωση","υποχονδρίαση","οριακή διαταραχή προσωπικότητας" , κάτι τέτοια..δε καταλαβαίνα. Τίποτα δε καταλάβαινα. Μόνο αυτό με το ημερολόγιο. Έλεγε πως ίσως επηρεαστεί η μνήμη μου από τα χάπια που μου έδωσε. Ίσως γι αυτό δε καταλάβαινα αυτές τις λέξεις.
Δε με ένοιαζε καν. Είχα γνωρίσει την Βένια. Και τα χάπια, να ξέρεις, δεν ήθελα να τα πάρω.
Όμως, η υπερευαισθησία μου ήταν απωθητική. Και αυτό που μου κολλούσαν ιδέες στο μυαλό, τους τρόμαζε τους γονείς μου. Εντάξει, ίσως φερόμουν περίεργα, το παραδέχομαι εντάξει.
Όμως ο μαλάκας εκείνος έφταιγε. Το ήξερα πως δε με συμπαθούσε. Ήταν κακός άνθρωπος. Ο χειρότερος. Αλήθεια στο λέω. Εντάξει ναι, μου είχε κολλήσει στο μυαλό πως τον μισούσα.
Αυτό θα άλλαζε όμως. Πάντα αλλάζει. Σα τις μετακομίσεις μου ρε μάνα, αφού δεν υπάρχει σταθερότητα.
Ρε'συ, το ήξερε, όλοι το ξέραμε. Ήταν μαλάκας σήμερα. Αύριο θα'ταν ο θεός ο ίδιος.
Τα χάπια πως στο διάολο θα το αλλάζαν αυτό; Θα με έκαναν λιγότερο απωθητική; Τι σκατά;
Θα μίλαγα περισσότερο; Μπορεί να μίλαγα και στη Βένια άμα έπαιρνα περισσότερα;
Πες μου γαμώτο. Πες μου. Ορίστε ναι, ψέματα σου είπα.
Δεν την γνώρισα. Δε μπόρεσα να της μιλήσω. Κότεψα ρε, κότεψα.
Αλλά ξέρεις τι; Δε θέλω κιόλας. Να πάει να γαμηθεί. Δε θέλω να κάνω τον κλόουν άλλωστε κάθε φορά για να με αποδεκτούν.
" Κορίτσι μου Ηρέμησε. Τι έπαθες πάλι. " Σα να ακούω τη μάνα μου πάλι. Και η άλλη η Λεκάκη, η μαλακισμένη αυτή, που είναι και σπουδαγμένη τρομάρα της, θα μου πει τι είναι πραγματικό και τι όχι; Μαλάκω. Εγώ ξέρω τι είναι πραγματικό. Και γω κουμπώνω αυτά που μου δίνεις. Εσύ απλά αράζεις εκεί, στη πολυθρόνα σου, παίζεις με τα μυαλά των ανθρώπων. Και παριστάνεις πως ξέρεις τι σημαίνει παλεύω με τους δαίμονες μου.
Και να πάει να γαμηθεί και η μάνα μου. Η υπερευαισθησία μου θα με κάνε απωθητική.
Όχι ρε μάνα, όχι. Η κοινωνία με κάνει άρρωστη. Μου προκαλεί εμμετό. Με απωθεί, ναι.
Δήθεν με καταλαβαίνει. Δήθεν τόσοι ψυχολόγοι και ψυχιάτροι, η επιστήμη, τα φάρμακα, οι εκπομπές, οι ομιλίες. Σκατά όλα , μ'ακούς; Μπουρλότο σ'αυτές τις μαλακίες. Η αρρώστια η δική μου έχει γίνει μια γραμμή σε διαγράμματα κερδοσκοπικών φαρμακευτικών εταιριών, μια επιτυχημένη ομιλία σ'ένα βιογραφικό. Πολυσυζητίσημη απ'όλους τους επιστήμονες. Εμένα όμως ποτέ κανένας δε με ρώτησε τι νοιώθω. Κωλό μπίζνα είναι. Και'γω δεν υπάρχω.

Μόνο να ηρεμήσω μου έλεγαν. Μόνο να μην είμαι έτσι. Να μην είμαι απωθητική.
Να μην είμαι υπερευαίσθητη. Να μην έχω εμμονές. Να μη θέλω να πεθάνω.
Ποτέ δε με ένοιαξε. Γιατί να με νοιάξει τώρα; Για ποιον τα παίρνω αυτά τα χάπια;

Οπότε Λεκάκη, πάρε φόρα, και βάλε τα πτυχία στον κώλο σου.

Η ώρα 10 και τέταρτο. Κολλημένα. Πέρασαν άλλα 5 χρόνια.
Πλέον στα 22 μου. Τελειώνει η ιστορία μου, μην ανησυχείς. Αποδέκτηκα την υπερευαισθησία μου.
Έμαθα τι σήμαιναν και όλες αυτές οι λέξεις. Όμως δε παίρνω αυτά τα χάπια.. Πλέον οι εμμονές μου είναι περισσότερες. Δε πολύ βγαίνω από το σπίτι. Φοβάμαι τον κόσμο. Σου ακούγεται ηλίθιο, αλλά μπορεί να πεθάνω. Εκεί έξω, είναι επικίνδυνα. Καμιά φορά θα έπαιρνα τη μάνα μου τηλέφωνο αλλά θα μου απαντούσε
"Χέσε μας κορίτσι μου, ξεκόλλα και ζήσε λίγο." Θα μου το έκλεινε. Εντάξει, την καταλαβαίνω.
Έχω σταματήσει να γράφω στο ημερολόγιο μου πλέον.
Δε βρίσκω νόημα. Οι μέρες μου είναι τόσο ίδιες. Η φοιτητική μου ζωή μπορεί να μην είναι τόσο φαντακτερή και ριψοκίνδυνη, όμως νοιώθω ηρεμία.
 Ξέρω πως μου είπαν πως έχω όλα αυτά τα προβλήματα, και σε τρομάζω,όμως νοιώθω εντάξει. Όχι τέλεια. Απλά εντάξει. Μόνο να ρε γαμώτο..η Βένια..πόσο θα ήθελα να της έχω μιλήσει.. Φοβάμαι όμως..μπορεί να ήταν ακόμη μια εμμονή.
Ακόμη και η Βένια..
Δε ξέρω..μπορεί άμα γύρναγα τον χρόνο πίσω, ίσως να μίλαγα και παραπάνω στο σχολείο.
Ή και να με τέλειωνα επι τόπου. Να έπαιρνα ένα μολύβι και να το ανάγκαζα στο λαιμό μου.
Θα είχα γλιτώσει τις ενοχές από τους γονείς μου.

Η ώρα 10 και μισή. Άρπαξα τον δείκτη και τον τερμάτησα. Πέρασε ένα τέταρτο. Πέρασε το 1/2 της ζωής μου.
Πλέον μόνη, άρρωστη, και μόνη. Με ακούς ακόμη;
Προσπάθησα ρε'συ. Είχα ψάξει και δουλειά. Όμως όλο μου έλεγαν πως κάτι πάει λάθος με το μητρώο μου, με φοβόντουσαν σε πόστα με ευθύνες.
 Και οι γονείς μου πλέον, δε μου μιλάνε. Οκ, δε σηκώνω και 'γω τα τηλέφωνο , αλλά ρε'συ, έχω κουραστεί να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Αφού σου είπα προσπαθώ. Όμως συνεχώς, ζητούν παραπάνω από'μένα. Προσπάθησα να κόψω και το κάπνισμα. Ο καρκίνος με άγχωνε σα σκέψη.
Και τώρα να, είμαι τόσο μόνη μου. Και αυτή η Λεκάκη, η ψυχίατρος που σου έλεγα, νομίζω κάνει καριέρα τώρα κάπου στην Αμερική. Είναι και από τα πρώτα ονόματα. Μα τι ειρωνεία.

Παλιόφιλε..
παλιόφιλε.. Ξέρεις τι θα κάνω; Θα γυρίσω τον χρόνο πίσω!
Αρπάζω κάτι κούτες , μπαίνω μέσα! Κρύβω καλά καλά τα πόδια μου.
Στέκομαι όρθια για να μπορώ να κοιτάω τη θέα από το μπαλκόνι. Μπορώ να φανταστώ την μετακίνηση. Θα προσπαθήσω να ανασύρω την απομάκρυνση του αμαξιού τώρα. Ρε Βένια, εδώ ο παλιόφιλος θα με βοηθήσει. Έτσι παλίοφιλε;
Λοιπόν! Λοιπόν! Μπορεί η κοινωνία να μου τα γάμησε όλα, όμως εσύ παλιόφιλε, μ'ακους τόση ώρα, θα με βοηθήσεις να ταξιδέψω στον χρόνο! Είμαι έτοιμη. Σου πιέζω την σκανδάλη σιγά σιγά παλιόφιλε. Κλείνω τα μάτια μου.
ΝΑΙ, ΝΑΙ! Θα ελευθερωθώ! Όχι άλλες φοβίες ρε!
Βένια!
1, 2, 3

μπαμ


Τέλος







Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

μια εποχή του κάποτε '

Να γνώριζα για ποιο λόγο με κάνουν πέρα.
κάποιοι έρωτες, νεκροί, κυκλοφορούν στον αέρα.
Να γνώριζα τι είναι αυτό πάνω μου που με κάνει τόσο απωθητική.
τόσο βαθειά απωθητική
 Και να το γνώριζα,  να το έκανα πιο έντονα
 για να μη με παγιδεύουν τα όμορφα περιστασιακά λόγια του δαίμονα.
και ύστερα, ξένοι ?

όμως, δε με κάνουν πέρα.
τι συμβαίνει ;
ξένοι.
ξένοι.
6:05.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Δευτερεύοντες σκέψεις.

-


Σκόρπιες λέξεις, έρωτες, ξενιτεμένοι.
Η λύρα συνεχίζει. Τ'ανείπωτα.
Ταξίδι που ξεκινάει με έναν αριθμό, και μια κλεψύδρα..
μέρα μπαίνει, άγχος βγαίνει. και τα πορθυμένα δέντρα στέκουν σε άκρη
μαρτυρούν ιστορίες, μυρωδιές, θάνατο. και οι ξεροκέφαλοι τραβούν φωτογραφίες.
νύχτα σήμανε η μουσική, και η γλυκειά μελαγχολία της ύπαρξης.
"θα διαφοροποιηθώ." ψιθυρίζω. όχι σήμερα. ίσως αύριο.
τα μακάρι μου γίνονται τελίτσες στον ατελείωτο χάρτη των σχεδίων μου.
ο αριθμός και η κλεψύδρα, σύμμαχοι καταναγκαστικοί.
θα ζήσουμε. κάπως. θα το καταφέρουμε.


ΟΜΩΣ πώς θα πορευτείς ξένε, σ'ένα επιβλητικό οροπέδιο κλεμμένης ζωής, υλικής και συναισθηματικής εξάρτησης;
το σκέφτηκες ποτέ σου;
θα υπάρξουν στιγμές που δε θα αρκείς. δε θα αρκεί τίποτα. και αυτό το τίποτα θα γεμίσει τις προσδοκίες σου.
Ξένε. Έμαθες να βρίσκεις παρηγοριά σε άψυχα πράγματα.
Άψυχα κατά το δοκούν. Οι μισο τελειωμένες προτάσεις, μοιάζουν με ιστορίες που έχουν ακόμη μερικά χρόνια προς την ολοκλήρωση τους..
Όμως εσύ, δεν είσαι πρωταγωνιστής. Τα βραδιά, δυσκολεύεσαι. Οι ήχοι γίνονται πιο έντονοι.
Γίνεσαι καχύπτος. Φοβάσαι τα κλειστά δωμάτια και τους ανοιχτούς ανθρώπους.
Και τους φοβάσαι, γιατί νοιώθεις καλύτερος άνθρωπος δίπλα τους.
Μα είναι περαστικοί, όπως εσύ. Είναι ξένοι. Όπως και'συ.
Διαιρείς την ύπαρξη σου σε κομματιασμένους εαυτούς. Τους οριοθετείς. 
Εσύ, θα υπάρξεις το πρωί, θα σαρέσει περιστασιακά το τσιγάρο.
Εσύ, θα υπάρξεις το μεσημέρι, θα απολαμβάνεις τις σαλάτες και το επιδόρπιο.
Και'συ θα τρέμεις στην όψη της σιωπής, της ΔΙΚΗΣ ΣΟΥ σιωπής. θα ανακυκλώνεσαι σε μελωδίες όμως, θα ξεχνιέσαι καμιά φορά.

"ο κόσμος που αγάπησα, με άφησε και σάπισα."

-

Ξένοι μεταξύ σας. Θα είστε αναπόσπαστα κομμάτια. Άγνωστα μεταξύ τους.
Ξένε! Δες. ΔΕΣ τα θέλω, τα πρέπει. Αναγνώρισε τα. Μάτταια, πελώρια.
Σιωπηλά. Σα τους βράχους τους θαλασσοδαρμένους.
Που στο πέρασμα του χρόνου, συνεχίζουν να στέκουν.
Και ενώ υπάρχουν, σταδιακά αναδιαμορφώνονται.
Και μετά από δέκα χρόνια, γεμάτοι ρωγμές, σπάνε, αλλάζουν, χωρίς ντροπή.
ίσα ίσα, τα κομμάτια τους, υποβοηθούν τη διαμόρφωση ενός γενικότερου πλαισίου.
τι πίστευες ;
παραδέξου το και'συ ξένε.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΠΑΣΜΕΝΟΙ/ΕΣ. τα σημάδια του χρόνου.
Ορίστε!





Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

[not a romantic story]

Ε..Πού είσαι; Με θυμάσαι;
Κάποτε ξενύχτησα στο παράθυρο σου, ξέρεις τώρα,
να ταίζω την γάτα, να φτιάχνω λυρικά ανομοιοκατάληκτα ποιήματα στο κεφάλι μου
Να έχω τάση λιποθυμίας, και ας μη ζαλίζομαι.
Να σκέφτομαι τον θάνατο. Να περιμένω χαιδεύοντας τον χρόνο και όλες του τις απώλειες,
ανυπομονώντας για ακόμη μία. Ή για κάτι. Ή και για'σένα.
Τα δέντρα φαίνονται όμορφα από το παράθυρο σου. Και ας βρισκόμαστε σε αστικό περιβάλλον.
Δε γαμιέται.
Και το σκοτάδι, αυτό το σκοτάδι, που αυτή τη στιγμή μας διαχωρίζει, έχει κατανόηση. Κατά του νου. Την άρρητη κατανόηση.
Ξέρεις.
Και όταν η μέρα χαθεί, δε ξέρω αν θα βλέπω το ίδιο. Δε ξέρω αν θα γράφω, αν θα μπορώ να συνεχίσω να μιλάω με παραμοιώσεις και συμβολισμούς. Σίγουρα εσύ θα μαστουρώνεις.
Και'γω; Θα μαστουρώνω με την μαστούρα σου. Αρκετό.
Όσο εσύ θα κάνεις μπάνιο στο ημί-φως.
Πότε θα ξεπλυθούμε παρέα;
Η αχόρταστη γάτα, χόρτασε. Και το μυαλό μου, δυνάμωσε.
Οι νεκροί στις θέσεις τους, και οι ζωντανοί στους τάφους τους.
Και'μεις; Να κοιτάμε τη θέα από το παράθυρο σου.
Να μου ψιθιρίζεις και αύριο.
Και μετά , σιωπή. Και νερό.
Οι αμαρτίες μας, μόλις ξεκίνησαν.



Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

αφιερωμένο.

τα χέρια σου , μικροί θνητοί, να μου φανερώσουν τα αγαθά των ανωτέρων γνωστικών συναισθημάτων.
αποφεύγω την κατηγοριοποίηση καθώς αυτό προαπαιτεί και την γνώση.
εγώ αρνούμαι την γνώση.
δέχομαι όμως τα χέρια σου.
το χέρι σου, ως πρόεκταση του μυαλού σου.
όμορφο, περίπλοκο, με μπόλικες σκιές, ενοχές
με τσιτωμένες γωνίες , και χαλαρούς ιστούς σύνδεσης με το υπόλοιπο σώμα, γεμάτο ζωή.
δίψα για ζωή, δίψα.
το αγαπάω το χέρι σου. είναι ικανό να με κάνει να αισθανθώ πως καυτεριάζεται το δέρμα μου, και πως δεν κινδυνεύω πια από μόλυνση.
και έτσι όπως το κοιτάζω από την κλεμμένη οπτική γωνία μου,
αναβιώνω την αρμονία του χεριού σου με την φύση.
και την αρμονία τη δική μου με την δική σου.
ωραίο δεν είναι ;
το αγαπάω το χέρι σου. και το σώμα σου.
Και ας ζαρώσει κάποτε, ματαιόδοξα και σιωπηλά.
φίλε μου. 



Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Οκτώ Συμπτώματα Ζωντάνιας.

1. Τσίμπιμα, στο στήθος. Κομμένη ανάσα. Ταχυπαλμία.
Το τρίπτυχο της ασάφειας των κινήτρων μας.

2. Το σπίτι είναι ασφαλές. Μου λείπει μια αλυσίδα για να κινήσω τη γη ..
Σκουριασμένη.

3. Η μοναξιά είναι ηφαίστιο. Πρόσεχε που αγγίζεις. Θα καείς. Και για τα εγκαύματα, δε σε καλύπτει καμία ανασφάλεια.

4. Πάμε ταξίδι στο Φεγγάρι. Θα σου βρω την αλυσίδα. Και αν όχι, Το πολύ πολύ, να καταδικαστούμε σε αέναη και αιώνια διαστημική κάβλα.

5. Νομίζω πεθαίνω. Έφυγες κιόλας; Μόλις είχα αρχίσει να αυτοσχεδιάζω.

6. Στην επόμενη φάση, θα αναγκάσω τη μάνα μου να με γεννήσει ελεύθερη. Και για κάθε ανάσα ελευθερίας, ένα παιδάκι στην Αφρική, θα σκοτώνει έναν ιμπεριαλιστή.

7. Μη σκέφτεσαι άλλο. Θα εκραγείς. Η σκέψη ανατροφοδοτεί τη θλίψη, ή το αντίστροφο ; Τουλάχιστον η έκρηξη θα τα απομακρύνει και τα δύο.

8. Σίγουρα πεθαίνω.

9. Διάγνωση: Ζωντάνια.